θηρόβρομος

θηρόβρομος
θηρόβρομος, -ον (Α)
(επίθ. τής Εκάτης) αυτός που αναγγέλλεται με βρυχηθμούς και ουρλιάσματα θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + -βρομος (βρέμω «βρυχώμαι»), πρβλ. μεγαλό-βρομος, υψί-βρομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θηρόβρομον — θηρόβρομος heralded by the roar of wild beasts masc/fem acc sg θηρόβρομος heralded by the roar of wild beasts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”